φούσκωση

φούσκωση
η, Ν [φουσκώνω]
1. φούσκωμα, διόγκωση
2. μτφ. α) δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια
β) ψυχική οδύνη, θλίψη («φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσῃ, γιατί φοβήθηκε πολύ ο νους τση μη σηκώσει», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φούσκωση — η 1. φούσκωμα (βλ. λ., 1). 2. φούσκωμα (βλ. λ., 4), δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια. 3. δυσφορία στην αναπνοή, δύσπνοια, λαχάνιασμα. 4. ερεθισμός, ψυχική δυσφορία ή οδύνη, θλίψη: Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει, γιατί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”