- φούσκωση
- η, Ν [φουσκώνω]1. φούσκωμα, διόγκωση2. μτφ. α) δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοιαβ) ψυχική οδύνη, θλίψη («φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσῃ, γιατί φοβήθηκε πολύ ο νους τση μη σηκώσει», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.